- μεριδαρχία
- μεριδαρχία, ἡ (Α) [μεριδάρχης]το αξίωμα τού μεριδάρχη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεριδαρχία — μεριδαρχίᾱ , μεριδαρχία his office fem nom/voc/acc dual μεριδαρχίᾱ , μεριδαρχία his office fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεριδαρχίας — μεριδαρχίᾱς , μεριδαρχία his office fem acc pl μεριδαρχίᾱς , μεριδαρχία his office fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεριδαρχίαν — μεριδαρχίᾱν , μεριδαρχία his office fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
частеначальство — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. μεριδαρχία) начальство над некоторой частью… … Словарь церковнославянского языка
μεριτεία — μεριτεία, ἡ (Α) [μεριτεύομαι] 1. διανομή ιδιοκτησίας, μοιρασιά περιουσίας 2. (κατά τον Ησύχ.) «μεριδαρχία» … Dictionary of Greek
μοιχομεριδαρχία — μοιχομεριδαρχία, ἡ (Μ) φιλία, σχέση προς μοιχούς άρχοντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + μεριδαρχία «διοικητικό αξίωμα»] … Dictionary of Greek
ՑԵՂ — (ի, ից.) NBH 2 0912 Chronological Sequence: 8c, 10c, 12c գ. φυλή (լծ. թ. ֆիլիզ ). tribus δῆμος populus πατριά familia, parentela եւ μεριδαρχία, τάγμα եւն. Ճիւղ մի ազգի. շառաւիղ եւ գաւազան ազգատոհմի. ցելեալ ազգ. զատուցեալ ազն. տոհմ. զարմ. սեռ. սեր … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)